ὕστατα — ὕστατος neut nom/voc/acc pl ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτας — ὑστάτᾱς , ὕστατος fem acc pl ὑστάτᾱς , ὕστατος fem gen sg (doric aeolic) ὑστάτᾱς , ὕστερος latter fem acc pl ὑστάτᾱς , ὕστερος latter fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕστατ' — ὕστατα , ὕστατος neut nom/voc/acc pl ὕστατε , ὕστατος masc voc sg ὕσταται , ὕστατος fem nom/voc pl ὕστατα , ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl ὕστατε , ὕστερος latter masc voc sg ὕσταται , ὕστερος latter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Names for Iceland — There are numerous different names for Iceland, which have over the years appeared in poetry or literature. Contents 1 The names of Iceland 1.1 In Icelandic 1.2 In Latin 2 … Wikipedia
ολοΰστερ(ν)ος — η, ο τελευταίος, ύστατος, έσχατος. επίρρ... ολοΰστερ(ν)α ύστατα, στα τελευταία, εντελώς εσχάτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ύστερος / υστερνός] … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek
Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο … Dictionary of Greek